Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Η γιρλάντα

Αυτό το κορίτσι
στο μέσα καθρέφτη
ολοένα ξεμάκραινε.

Μόνο το βλέμμα της έμενε
δεν ξεθώριαζε ποτέ
δε χανόταν.

Σα σε κάδρο που 'χα στήσει
και σιγά σιγά
πείραζα στο φακό το ζουμ.

Μόνο που δεν ήταν ευτυχισμένη.
Ένα θυμό είχε, μεγάλο, στο βλέμμα.
Και μια λύπη.

Αυτή η λύπη...
Όλη δική μου ήταν.
Κι όλο προσπαθούσα να την ξορκίσω.

Πρώτα, γέμισα το δωμάτιο χρώματα.
Νόμιζα πως έτσι θα την ευχαριστούσα.
Τίποτα λευκό και γκρι και μαύρο δεν άφησα.

Έπειτα, αγόρασα παιχνίδια
παιχνίδια όλων των ειδών
και τ' άφησα στα ράφια.

Τέλος, της έφτιαξα μια θαλάσσια γιρλάντα.
Τη στόλισα με χάντρες και πολύτιμα πετράδια.
Την κρέμασα στον τοίχο.

Της άρεζαν τόσο τα κοχύλια...
Πάντα ονειρευόταν πως ήταν γοργόνα
και κολυμπούσε στους απέραντους  γαλάζιους ωκεανούς.

Πως φρόντιζε τα κοράλλια
έτρεφε τα μαργαριτάρια
και τους άλλους θησαυρούς

και ζούσε μαζί τους
αγαπημένα, ευτυχισμένα,
χωρίς θ υ μ ό , χωρίς λ ύ π η.

Ξανακοίταξα μέσα μου.
Τίποτα.
Ο ίδιος θυμός, συνέχιζε να ξεμακραίνει.

Κι αυτή η λύπη, θεέ μου...
Με κομμάτιαζε.
Σα να ήμουν εγώ.

Τώρα δεν τη βλέπω πια.
Κρίμα, κι ήταν όμορφη σαν κούκλα
πορσελάνινη, ευαίσθητη, μικρή, αθώα.

Μονάχα στη θύμισή μου τη φέρνω
κάθε που φυσάει δυνατά και κάτι νιώθω από μέσα μου να ξεριζώνεται.
Είναι η ίδια λύπη.