Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Αντικατοπτρισμός

Είναι κι αυτός ένας τρόπος
να βρεις τον εαυτό σου
θα έλεγα.
Ψάχνοντας στα βλέμματα
των άλλων να δεις
το είδωλό σου.
Αυτός δεν είναι άλλωστε
ο λόγος που τους κοιτάς
στα μάτια;
Κι είναι κι αυτά τα διαβολεμένα
άλλοτε μισόκλειστα, άλλοτε θολά,
άλλοτε κρυμμένα.
Κι όλο ψάχνω, ψάχνω
για καινούρια μάτια και
πρόσωπα.
Και θα συνεχίσω,
μέχρι να ξεμείνω από καθρέφτες
και να βρω εσένα.

Ιδανικά

Το ιδανικό θα ήταν
να μπορούσα να σου πω
τι σκέφτομαι
χωρίς να το σκεφτώ.
Να μπορούσες κι εσύ
να καταλάβεις
πότε να σωπαίνεις
και πότε να μου μιλάς.
Το ιδανικό θα ήταν
να ήξερες
πότε να μη μ' αφήνεις μόνη μου
και πότε να φεύγεις.
Να ερωτευόσουν
κάτι παραπάνω από εμένα
κι όχι μόνο
το είδωλό σου στα μάτια μου.
Το ιδανικό θα ήταν
να γνώριζες
πως δεν υπάρχει πιο κατάλληλη ώρα να μου ψιθυρίσεις "σ' αγαπώ"
από εκείνη που κομματιάζομαι εμπρός σου.
Να ' χες τη δύναμη
να με βάλεις στο κρεβάτι
όταν απ' τον πόνο
δεν μπορώ να κουνηθώ.
Το ιδανικό για μένα
θα ήταν για σένα σκοτωμός.

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Έρως-Θάνατος

Χυδαίο, να σκοτώνεις τον έρωτα,
μιας νεράιδας, για σένα.

Χυδαίο και να ερωτεύεσαι το θάνατο,
ειδικά αν δεν πρόκειται για το δικό σου.


Γιατί να ερωτεύεσαι το δικό σου θάνατο,
είναι δειλία, αγαπητέ μου,
κι όχι χυδαιότητα.

Γιατί να σκοτώνεις τον έρωτά σου για μια θεά
είναι φρόνιμο κι όχι χυδαίο.


Κι όταν ο θάνατος σκοτώνει τον έρωτα,
είναι αναπόφευκτο,
γιατί αποτελεί υπενθύμιση,
πως το αντικείμενο του πόθου
είναι τρωτό.

Κι όταν ο έρωτας σκοτώνει το θάνατο
είναι ευτυχία, και για τους δυο.

Όψεις I

Απόψε πρώτη φορά
θα βρω το θάρρος
και θα σου πω πώς νιώθω.
Βρες τόπο να κρυφτείς,
γιατί όσα θα πω
δεν ταιριάζουν μ' έναν άντρα,
αλλά με κάτι λιγότερο
από αυτό, κάτι πιο λίγο.

Απόψε πρώτη φορά
θα πω "σ' αγαπώ"
και δε θα το νιώθω
να με τσουρουφλίζει.
Εσύ εκμεταλλεύσου το
και κάνε πως δεν είδες
το δάκρυ στο μάγουλό μου
την ώρα που ψιθύριζες
"σε θέλω"
και βυθιζόσουν
στο κορμί μου.

Απόψε πρώτη φορά
θα κοιμηθώ ήσυχη
και μόνη στο κρεβάτι μου
δίχως κόμπους στο λαιμό
δίχως σφίξιμο στο στομάχι.
Δε σε χρειάζομαι, τύραννε, πια.
Σ' έχω πλέον ξεπεράσει.

Απόψε πρώτη φορά
θα κοιμηθώ μαζί σου.
Θα ταξιδεύω όλη νύχτα
με βάρκα το κορμί
κι έπειτα τη σκέψη μου
μαζί σου.
Θ' αφήσω τη χαρά μου
να πλημμυρίσει ηδονή τα μάτια σου
και τον πόθο μου
να χορτάσει το κορμί σου.

Απόψε πρώτη φορά
θ' αφήσω ξένη σάρκα
να με κυριέψει.
Το σώμα θα υποταχθεί
σε ταπεινά ένστικτα,
χωρίς έρωτα.
Η ψυχή δε θα ' ναι εκεί.
Ήταν σχεδόν κανονισμένο.
Τι έκανα;

Απόψε πρώτη φορά
θα σε συναντήσω.
Η φωνή θα τρέμει
το σώμα θα σπαρταράει
τα μάτια θα τρέχουν
η ψυχή θα λούεται.
Λύτρωσέ με.

Απόψε πρώτη φορά
μετά από χρόνια
θα κοιμηθώ μονάχη.
Δε νιώθω κενό,
παρά μια μεγάλη λύπη
που μ' άφησες μόνη.
Κι είχες πει πως δε θα το ' κανες.

Απόψε πρώτη φορά
δε θα με πιάνει ύπνος κοντά σου.
Κάθε σταγόνα έρωτα που είχα
έχει πια μετατραπεί σε μίσος για σένα.
Στα 'δωσα όλα. Ό λ α.
Κι εσύ με πρόδωσες.

Απόψε πρώτη φορά
θα σε κοιτάζω
και δε θα ξέρω τι νιώθω για σένα.
Δεν μπορώ να σου θυμώσω
για το κακό που μου 'κανες.
Εγώ σ' άφησα να το κάνεις.
Ούτε μπορώ να κάνω πίσω
με την πρόφαση
πως σ' εμπιστεύθηκα.

Απόψε πρώτη φορά
θα γίνουμε ένα,
αγάπη μου.
Σήματα ηλεκτρικά θα με διαπερνούν
όταν μ' αγγίζεις.
Και θα μ' αγγίζεις λες και το 'κανες από καιρό.
Θα με φιλάς λες και το 'κανες από καιρό.
Θα μ' αγαπάς λες και το 'κανες από καιρό.
Κι εγώ θα παραδίνομαι.
Πώς καταφέραμε άραγε έτσι να δεθούμε
πριν οι καρδιές μας χτυπήσουν σα μία,
αγάπη μου;
Πώς το 'ξερα πως είσαι ο ένας;
Πώς το 'ξερες κι εσύ;

Απόψε πρώτη φορά
θα δειπνήσουμε μαζί.
Μπορεί να μην έρθεις ποτέ στ' αλήθεια
Μπορεί το ποτήρι και το πιάτο σου
να μένουν γεμάτα.
Δεν πειράζει.
Η θέση σου θα' ναι πάντα εδώ,
η μεριά σου στο κρεβάτι στρωμένη
κι η αγκαλιά μου αδειανή
να περιμένει.

Θεέ μου, πώς πρόλαβα
έτσι, δίχως να τ' αντιληφθώ
να με ξεριζώσω μια για πάντα
από μέσα μου;
Πότε άλλαξα τ, ακριβό με το φθηνό,
τ' ωραίο με τ' άσχημο;
Πότε σταμάτησα να σε θυμάμαι;
Πότε σταμάτησα να σκέφτομαι;
Πότε σταμάτησα να νιώθω;
Πότε άρχισα να ξεπουλιέμαι
και να σκορπίζομαι
σα στάχτη στον αέρα;
Πότε σταμάτησα να πολεμώ,
να πολιορκώ τ' αντικείμενο του πόθου μου;
Πότε;
Πότε άλλαξα τα "θέλω" με τα "πρέπει" μου;
Πότε κιόλας μεγάλωσα;

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Μινώταυρος

Μια εικόνα ενός άνθους
που ένα πρωί σκάει σαν πυροτέχνημα
κι έπειτα μαραζώνει
κι επιστρέφει ξανά στο χώμα
είναι η ελπίδα μου
πως κάτι θ' αλλάξει.

Νιώθω κάπως σαν τραγικός Θησέας
που κάνει κύκλους
ανάμεσα σε δαιδαλώδεις λαβυρίνθους
ανήμπορος να δραπετεύσει
χωρίς την Αριάδνη
που τον πρόδωσε.

Μόνο τρέχω, ασταμάτητα.
Σε μια προσπάθεια να ξεφύγω
από το τέρας της σκέψης μου.
Κι όμως, οι βρυχηθμοί του
με καταδιώκουν
και συνεχώς με πλησιάζουν.

Ώσπου συνειδητοποιώ
πως καλύτερα είναι να παραδωθώ στην οργή του.
Δεν μπορώ να ξεφύγω.
Ακόμη κι αν είχα το μύτο,
το ταξίδι προς την Αθήνα
θα ήταν μοναχικό.

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Άνοιξα τα μάτια,
να κοιτάξω το ρολόι,
τι ώρα ήταν.

Γλυκοχάραζε έξω,
κι αυτό ακόμη το πρωί,
δε θα σ' έβρισκε μαζί μου.

Σκέφτηκα πού να γυρνάς
κι αν περνάς καλύτερα
μαζί του.

Θλιμμένα άλλαξα πλευρό
χάιδεψα το μαξιλάρι
κι αποκοιμήθηκα.

Ονειρεύτηκα πως γύρισες,
μπήκες και με κοίταζες
να κοιμάμαι.

Κι όταν ξύπνησα
διαπίστωσα μετά χαράς
πως δεν ονειρευόμουν.
Δυο υγρές γυάλινες σφαίρες
τα μάτια σου.
Κεκλεισμένου όλου του φωτός
του κόσμου.
Όπου κι αν πέσει το βλέμμα σου,
γυαλίζει ο τόπος.
Γυαλίζω μαζί κι εγώ πλημμυρισμένος,
απ' αυτό που νιώθω για σένα.
Είναι τόσο πολλά αυτά πού 'χω να πω για σένα
και δε βρίσκω τον τρόπο.
Νιώθω για λίγο σαν παιδί σε σχολική γιορτή
που ξεχνάει το ποίημα.
Σαν εραστής που ετοιμάζει έκπληξη στην αγαπημένη του
την ώρα που ανακαλύπτει πως τον απατά.
Είμαι τόσο λίγος για σένα,
φως μου.
Ξέρω, σε λίγο θα ξεκινήσεις
για αλλού.
Κι εγώ θα μείνω πίσω μόνος,
ν' αγναντεύω το δρόμο του αποχωρισμού.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Θα σε περιμένω εδώ αν χρειαστεί.
Τη μέρα θα μετρώ περαστικούς,
τη νύχτα αστέρια, καρτερώντας.
Κι όποιους βρω πιο πολλούς
θα στους χαρίσω.
Να' ναι άραγε τ' αστέρι πιο ακριβό απ' τον άνθρωπο; Ή πιο λαμπρό;
Θα σου χαρίσω εμένα.
Εμένα, που μπορώ να σου δώσω κι αστέρια και ανθρώπους.

Εισπνοή-Εκπνοή

Θα βρεις το θάρρος μια μέρα να το πεις.
Θα βρεις το θάρρος να το κάνεις.
Το ξέρω.
Μα μέχρι να ' ρθει εκείνη η ώρα, τρίξε τα δόντια.
Σιωπηλά, μη σ' ακούσει κανείς.
Σφίξε κι άλλο το χαλινάρι, μην αποκλίνεις πουθενά.
Πάγωσε τους μυς του προσώπου σου, σα να μη σε νοιάζει.
Βγες έξω και διασκέδασε, σα να μη γνώριζες.
Ζήσε μόνο για τον εαυτό σου, σα να μην ένιωθες.
Πόσο θα αντέξεις;
Πόσο θα αντέξεις να κάνεις πως δε νιώθεις, δε γνωρίζεις, δε νοιάζεσαι;
Μια στιγμή.
Κι έπειτα θα σου δέσουν τα χέρια σφιχτά.
Ίσως και τα πόδια, ανάλογα με την περίπτωση.
Όλα γύρω θα 'ναι λευκά, ακόμη κι ο πόνος.
Θα ακούς μόνο το χτύπο της καρδιάς σου.
Κι αυτόν ηλεκτρικό, μέσα απ' το μηχάνημα.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Η Υπογραφή

Δεν είχα ιδέα, στ' ορκίζομαι.
Όταν ξεκλείδωνα τον ουρανό, όταν ξύπναγα τον ήλιο.
Δεν μπορούσα να φανταστώ, πως το φως σου προκαλούσε αλλεργία.
Όλο αυτό το φως.
Μια χούφτα ηλιαχτίδες σε κάθε γωνιά.
Ήθελα μόνο να ξορκίσω το φόβο σου.
Ήθελα μόνο να ψάξεις και να δεις πως δε σου κρύβω τίποτα.
Κι εγώ σ' αρρώστησα.
Κι όταν, έπειτα, έδιωχνα τη μέρα κι έριχνα σκοτάδι.
Στ' ορκίζομαι, δεν είχα ιδέα.
Δεν ήξερα πως το σκοτάδι σε πονάει και σου ξεσκίζει τα ρούχα
και σε μεταμορφώνει σε τέρας.
Στ' ορκίζομαι.
Ήθελα μόνο να ακούσεις τ' αστέρια, πώς κλαιν, πώς γελούν, πώς μιλούν, πώς τραγουδάνε, πώς μαλώνουν.
Ήθελα μόνο να δεις πώς μπαίνει η Πανσέληνος βασίλισσα
σε τούτο το στερέωμα το μαγικό και βάζει τάξη.
Κι εγώ σε άλλαξα.
Κι όταν τα ξανακλείδωνα όλα για να ξεκουραστείς για λίγο
μ' εκδικούσουν στον ύπνο σου ακόμα.
Έμπηγες τα νύχια σου στη σάρκα μου και μάτωνα.
Το βαθύ εκείνο κόκκινο ήταν τ' αγαπημένο σου χρώμα.
Κι έτσι όπως ήμουν μες στο αίμα, μ' αγάπησες για τούτο το θέαμα που σου πρόσφερα.
Και κάθε πρωί τα ξέχναγες όλα.
Κι εγώ σ' αγάπησα.
Αλήθεια, δεν είχα ιδέα.
Δεν είχα ιδέα πως αποζητούσες το ημίφως της πρώτης μου ζωής.

Σ’ ερωτεύτηκα γιατί (συλλογικό ποίημα Βαγγέλη, Ανθής, Ολύνας )

Β: Σ’ ερωτεύτηκα γιατί δεν ήθελα να είμαι πια μόνος. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί δεν είχα κάτι άλλο να κάνω. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί δεν ήσουν μια σκιά από το παρελθόν, αλλά μια ελπίδα από το μέλλον. Γιατί τη μέρα δεν είχα κάποιον να συναντήσω και τη νύχτα κάποιον να μιλήσω για έρωτα. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες ζήσει πολύ μέσα στα όνειρά μου. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί δε θυμήθηκα να σε ξεχάσω.
Α: Σ’ ερωτεύτηκα γιατί μου χτύπησες την πόρτα και μου χάρισες απλόχερα ζωή. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί χόρευες ξυπόλητη στο σκοτάδι μόνο για μένα. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί δε μου ζήτησες τίποτε και μου τα ‘ δωσες όλα. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί έτσι ήταν γραφτό να γίνει.
Β: Σ’ ερωτεύτηκα όχι γι’ αυτό που είσαι, αλλά γι’ αυτό που γίνομαι όταν είμαι μαζί σου. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί ήθελα τα μάτια σου να καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί το αδοκίμαστο είναι πιο ερωτικό.
Α: Σ’ ερωτεύτηκα γιατί φύσαγες τον καπνό σου πάνω μου. Γιατί περπατούσες σα μικρό παιδί. Γιατί γελούσες δυνατά απ’ την ψυχή σου. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί το φως στα μάτια σου μου θύμιζε τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι. Γιατί οι νύχτες που περάσαμε μαζί στο νησί ήταν ατέλειωτες. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί ξεσκέπασες τον αληθινό μου εαυτό που είχα χάσει. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί δάκρυζες όταν σου διάβαζα τους στίχους μου. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί ποτέ δε με κατέκρινες για τη ζωή που διάλεξα να ζήσω. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί μ’ ερωτεύτηκες κι εσύ.
Ο: Σ’ ερωτεύτηκα γιατί δε γνώριζα την ύπαρξή σου, αλλά όταν σε κοίταξα για πρώτη φορά ήξερα ήδη πως θα σε ξαναδώ. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί το σώμα σου ήταν εκεί, τόσο απτό και προφανές μπροστά μου κι ωστόσο τόσο άυλο και μακρινό στην απουσία σου! Σ’ ερωτεύτηκα γιατί τα χείλη σου μου έδιναν την πιο ζωντανή  πνοή ζωής όταν η ανάσα σου περνούσε μέσα μου. Γιατί τα χέρια σου είχαν την ηδονική απαλότητα της δροσιάς και την αφοπλιστική δύναμη της αιχμαλωσίας. Σ’ ερωτεύτηκα γιατί όταν κοίταξα στον καθρέφτη σου είπα «δε σε γνωρίζω» κι ύστερα, αχνά, ξεπρόβαλε το πρόσωπό μου.
Ένα ζευγάρι κόκκινα χείλη
Πάνω σε λευκή πορσελάνη
Ένα κολιέ που σκίζεται
Κι οι χάντρες του χύνονται στο πάτωμα
Ο καπνός ενός τσιγάρου
Που πάνω του πέφτει φως
Το πλάνο της πόλης
Τη στιγμή που το βράδυ σβήνει
Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
Να τρυπάει τις αισθήσεις
Ένας αργός χορός για δύο
Ο ήχος του κρασιού
Που πέφτει στην αγκαλιά του κρυστάλλου
Το ημίφως των κεριών
Που θαμπώνουν την όψη
Καυτός ιδρώτας
Που πάνω στο σώμα φαντάζει ζωοδόχος
Πόσος ερωτισμός χωράει σε ένα δωμάτιο;

Ο χορός

Είναι Φεβρουάριος στη Βενετία
Μια αρχέγονη παράδοση αναβιώνει.
Η ατμόσφαιρα φορτίζεται με μυστήριο
Κι η ανάσα απ’ το κρύο παγώνει.

Κοιτάζει έξω απ’ το χαμηλό παράθυρό της
Τα κεριά των δωματίων σβήνουν ένα - ένα
Καιρός να ξεκινήσει κι αυτή σιγά – σιγά
Απόψε γιορτάζουν το καρναβάλι στην piazza.

Στα στενοσόκακα σκοτάδι και μασκαράδες
Γυναίκες με τα πλουμιστά φουστάνια και τις μάσκες τους
Κι οι καβαλιέροι τους ντυμένοι καζανόβες ή γιατροί
Κι αυτή μονάχη μες στο πλήθος.

Ώσπου ένας μασκαράς μαγνητίζει το βλέμμα της
Κρύβεται ωστόσο καλά πίσω απ’ το προσωπείο της
Την ακολουθεί διακριτικά ως τον προορισμό της
Και με μια υπόκλιση τη ζητά σε χορό.

Το λευκό της χέρι ενώνεται με το σκούρο δικό του
Τα σώματά τους κλειδώνουν αρμονικά στις κινήσεις
Η ματιά της είναι καθηλωμένη στη δική του.
Δεν μπορεί, από κάπου γνωρίζονται…

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Σ’ αγαπώ

Μια κάποια αλλαγή εποχής με πλησιάζει, 
Το νιώθω.
Το καταλαβαίνω απ’ το ρίγος που διαπερνά 
Το σώμα μου σαν κεραυνός
Κι απ’ το σφίξιμο στο στομάχι μου
Κάθε που ετοιμάζομαι να σε συναντήσω.
Μήτε που ξέρω αν θα μου φέρεις χειμώνα
Ή άνοιξη ή φθινόπωρο ή καλοκαίρι
Μήτε μπορώ να το φανταστώ
Πάντως, σε περίμενα πολύ καιρό.
Δείλιαζα στην αρχή, σα μωρό παιδί
Που επιχειρεί τα πρώτα του βήματα
Κι έπειτα πήρα φόρα
Και πάω με τις μπάντες.
Θα’ θελα να σ’ έχω πλάι μου
Στο ρόλο αυτού που θα με πιάσει αν πέσω
Κι όχι αυτού που θα μου βάλει τρικλοποδιά
Γιατί, το νιώθω, σε λίγο θα πέσω.
Και θα ‘ μαι εκτεθειμένη μπροστά σου όσο ποτέ.
Και θα σιγοψιθυρίζω «σ’ αγαπώ».

Σήμερα ο καθρέφτης μου έσπασε κι έγινε κομμάτια. 
Μύρια κομμάτια και σκόρπισαν στο πάτωμα,
 και γλίστρησαν κάτω απ’ το στρώμα μου,
 κι εγώ ξύπνησα με πληγές στην πλάτη και στο στήθος, 
κι από τα μάτια μου έσταζε η θάλασσα. 
Τώρα πια τα’ αποφάσισα: 
θα επιστρέψω πάλι στο νησί μου.

Παραμύθι

Σιωπή!
 Ένας κύκνος κοιμάται στα σκαλιά μου.
 Γλυκά κουρνιασμένος έξω από την πόρτα μου.
 Μοιάζει να ονειρεύεται. 
Σιωπή!
 Φαίνεται κουρασμένος. 
Θα ‘ταν μάλλον το ταξίδι του μεγάλο, 
είναι και τα φτερά του σκονισμένα.
 Θα σταμάτησε να ξαποστάσει. 
Σιωπή!
 Κι είναι η ανάσα του ρυθμός μελωδικός,
 κι είν’ το πρόσωπό του σχεδόν ανθρώπινο.
 Δε μου μοιάζει τυχαίο που βρέθηκε εδώ.
 Σιωπή! 
Σιωπή σας λέω…
 πώς φοβάμαι μην ξυπνήσει και φύγει πάλι μακρυά…
Πάντα έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις
Κι είναι γλυκό σαν το φιλί
Και πικρό σαν τον πρωινό καφέ
Το συναίσθημα
Κι είναι άξαφνο
Σαν τη συνειδητοποίηση του εγωισμού σου
Όταν κοιτάς τριγύρω
Κι οι άλλοι είναι «μεγάλοι» και «μικροί»
Κι όχι «μεγαλύτεροι» ή «μικρότεροι» ως οφείλουν
Κι είναι δυνατό
Ωσάν γροθιά στο στομάχι
Που σ’ ανακατεύει και σε σφίγγει ως τα μέσα σου
Κι είναι μοιραίο
Γιατί ξέρεις από πριν
Πως κάθε φορά που το βιώνεις λιγοστεύει
Και στο τέλος θα σ’ έχει ξοδέψει ολόκληρο
Έτσι που να μην μπορείς να νιώσεις τίποτε.
Ξυπνάει πρώτος
Πάει στην κουζίνα της
Η μηχανή στην πρίζα
Διπλό φίλτρο που υγραίνεται στα ακροδάχτυλα
Νερό στην κανάτα
Έτοιμος καφές στη λευκή κούπα
Έχει ξυπνήσει και έχει ντυθεί για τη δουλειά
Κόκκινο κραγιόν
Που θα σημαδέψει το φλυτζάνι
Με τα χείλη της
Αλλά και τα δικά του χείλη
Κι ύστερα θα μείνει εκεί
Να του τη θυμίζει όλη μέρα
(αν θέλει να τη θυμάται
Αν δε θέλει θα το σκουπίσει από τα χείλη του
Και το χρώμα στην κούπα θα ξεθωριάσει
Κι αυτή η σκηνή
Δε στήθηκε ποτέ γι αυτόν)

Μια εικόνα μ’έχει σημαδέψει:
Εγώ κι εσύ, αγκαλιασμένοι μέσα στην ομίχλη.

Μια φωτογραφία έχω κρατήσει μόνο,
 που δείχνει τα μέτωπά μας ενωμένα.

Μια φορά πρόλαβα μόνο να κοιτάξω,
και να δω τα μάτια σου ευτυχισμένα.

Μια βραδιά αφέθηκα,
κι άφησα σώμα και ψυχή να γίνουν ένα.

Μια απόφαση ήταν όλα τελικά,
κι ο θάνατος και η ζωή χωρίς εσένα.

Μια ταμπέλα γράφει τ’ όνομά μου,
και στρίβω μπας και με συναντήσω στην πορεία.
Μάτια που κλείνουν μόνο για να ξανανοίξουν.
Χείλη που ανοίγουν μόνο για να ξανακλείσουν.
 Ακουστικά που σηκώνονται μόνο για να ξανακατέβουν.
 Χέρια που απλώνονται μόνο για να ξαναμαζευτούν.
Καρδιές που ανοίγουν μόνο για να πληγωθούν.
 Λουλούδια που χαρίζονται μόνο για να πεταχτούν.
 Βιβλία που διαβάζονται μόνο για να επιστραφούν.
Τραγούδια που ακούγονται μόνο για να ξεχαστούν.
Κορμιά που ενώνονται μόνο για να ξαναχωρίσουν.
Και μια ευχή που δεν ομολογείται, μόνο για να πραγματοποιηθεί.

Tristan and Iseult

Στην αντανάκλαση του φεγγαριού
Πάνω στη λίμνη
Και στη φιγούρα σου
Που χορεύει ανέμελα στο τζάμι
Εκεί θα ‘ θελα να χωρώ.

Κι έτσι καθώς η μικρή μας γιορτή
Θα μεταλλάσσεται 
σε ξέφρενη ιεροτελεστία
Θ’ αρπάξω την ευκαιρία
Να σε ζητήσω στο χορό.

Θα κάνω μια βαθιά υπόκλιση
Κι έπειτα θα δώσω το σύνθημα
Να ξεκινήσουν τα βιολιά.
Τα κορμιά μας μηχανές
Θα υπηρετούν το βαλς.

Κι έπειτα θα κουραστεί
Γλυκύτατή μου Ιζόλδη
Και θα σου δώσω το μαγικό ποτό.
Θα παραμείνουμε σ’ αυτό το βαλς
Εις τον αιώνα των αιώνων.

Πρόνοια Πρωθύστερη

Δάκρυα στα μάτια
συλλέγω τ' αλάτι
και το αναλύω.

Πιο καθαρό τ' αλάτι
βαθύτερα στη μνήμη μου
τ' αποθηκεύω.

Και μαζί ετικέτες προειδοποίησης
προσοχή: τοξικό, προσοχή: καυστικό
κίνδυνος διάβρωσης.

Έπαθα, κι έμαθα
τώρα πια και
να τα σκεπάζω.


Φυλάγονται έτσι καλύτερα
από τη βροχή
που όξινη έσταζε πάνω τους.

Και σιγά-σιγά
τις ετικέτες που κόλλαγα
έλιωνε επιμελώς.

Ανυποψίαστη, λοιπόν, 
μετά από καιρό,
άνοιγα δίχως φόβο τα μπουκάλια.

Κι εκείνα μ' άρπαζαν
και με διέλυαν
σα σύγχρονα της Πανδώρας κουτιά.

Γρίφος

Καταλύτης αντιδράσεων
ή, ίσως, τροχοπέδη συναισθημάτων,
δεν ξέρω. Διάλεξε.


Γιατρεμένο τραύμα
ή, μπορεί, απωθημένη πληγή, 
αιμορραγούσα.


Ώριμη σκέψη, μεστή,
ή, πάλι, έκπληξη αορίστου χρόνου
και αυθάδεια.


Πες μου, τι σκέφτεσαι;


Κρυμμένος πυρετός
ή ολοφάνερο εξάνθημα,
ενοχλητικό.


Υποτροπιάζουσα ανασφάλεια
ή αντι-εγωιστική παραδοχή,
απελευθέρωσης.


Σφαίρα προστασίας
ή χαριστική βολή
για το θύμα.


Τι είναι;